- χάλασμα
- -άσματος, το, ΝΑ [χαλῶ]νεοελλ.1. το να χαλάει, να καταστρέφεται κάτι2. κατεδάφιση3. ερείπιο («βγήκε σαν φάντασμα από τα χαλάσματα»)4. (για τρόφιμα) αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη5. (για καιρικές συνθήκες) επιδείνωσηαρχ.1. κατάσταση χαλάρωσης («ἀναπνοή καὶ χάλασμα», Πλούτ.)2. έλλειψη ελαστικότητας3. (για αιμοφόρα αγγεία) χάλαση, χαλάρωση, έλλειψη τάσης4. σχισμή, χαραμάδα5. (σχετικά με στρατιωτική παράταξη) κενό6. μονοπάτι στην άκρη καλλιεργημένης γης7. εξάρθρωση8. συγγενής κήλη.
Dictionary of Greek. 2013.